στιγμικός

στιγμικός
-ή, -όν, Μ [στιγμή]
αυτός που ανάγεται στη στιγμή («στιγμικαὶ μονάδες» — γεωμετρικά σημεία, Σοφον.).
επίρρ...
στιγμικῶς Μ
με τελεία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στιγμικαί — στιγμικός in de An. fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιγμικῶς — στιγμικός in de An. adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”